Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
viscère viscères

  Ουσιαστικό επεξεργασία

viscère (fr) αρσενικό

  1. (σπανίζει στον ενικό) κάθε όργανο που βρίσκεται στο εσωτερικό ενός βιολογικού οργανισμού
  2. (συνηθισμένη έννοια, στον πληθυντικό) τα σπλάχνα

Συγγενικά επεξεργασία