Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
viscéralement
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
viscéralement
<
viscérale
(
θηλυκό
του
viscéral
) +
-ment
Επίρρημα
επεξεργασία
viscéralement
(fr)
(
για
συναίσθημα
, συνήθως αρνητικό
) από
μέσα
μου, με
ένταση