virgulino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virgulino | virgulinoj |
αιτιατική | virgulinon | virgulinojn |
virgulino (eo)
- η παρθένα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | virgulino | virgulinoj |
αιτιατική | virgulinon | virgulinojn |
virgulino (eo)