vilaĝdomo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝdomo | vilaĝdomoj |
αιτιατική | vilaĝdomon | vilaĝdomojn |
vilaĝdomo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vilaĝdomo | vilaĝdomoj |
αιτιατική | vilaĝdomon | vilaĝdomojn |
vilaĝdomo (eo)