vidpovo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidpovo | vidpovoj |
αιτιατική | vidpovon | vidpovojn |
vidpovo (eo)
- η όραση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidpovo | vidpovoj |
αιτιατική | vidpovon | vidpovojn |
vidpovo (eo)