vidinto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidinto | vidintoj |
αιτιατική | vidinton | vidintojn |
vidinto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vidinto | vidintoj |
αιτιατική | vidinton | vidintojn |
vidinto (eo)