veturo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- veturo < γαλλική voiture...
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturo | veturoj |
αιτιατική | veturon | veturojn |
veturo (eo)
- το αυτοκίνητο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | veturo | veturoj |
αιτιατική | veturon | veturojn |
veturo (eo)