vesto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vesto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vesto | vestoj |
αιτιατική | veston | vestojn |
vesto (eo)
- το ρούχο
Δείτε επίσης : veŝto |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vesto | vestoj |
αιτιατική | veston | vestojn |
vesto (eo)