vertebro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vertebro | vertebroj |
αιτιατική | vertebron | vertebrojn |
vertebro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vertebro | vertebroj |
αιτιατική | vertebron | vertebrojn |
vertebro (eo)