verniso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verniso | vernisoj |
αιτιατική | vernison | vernisojn |
verniso (eo)
- το βερνίκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verniso | vernisoj |
αιτιατική | vernison | vernisojn |
verniso (eo)