verko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verko | verkoj |
αιτιατική | verkon | verkojn |
verko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | verko | verkoj |
αιτιατική | verkon | verkojn |
verko (eo)