ventro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventro | ventroj |
αιτιατική | ventron | ventrojn |
ventro (eo)
- η κοιλιά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventro | ventroj |
αιτιατική | ventron | ventrojn |
ventro (eo)