ventego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventego | ventegoj |
αιτιατική | ventegon | ventegojn |
ventego (eo)
- η θύελλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ventego | ventegoj |
αιτιατική | ventegon | ventegojn |
ventego (eo)