ενικός         πληθυντικός  
vendetta vendettas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vendetta < (άμεσο δάνειο) ιταλική vendetta < λατινική vindicta < vindico < vindex < vim + dico

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vendetta (fr) θηλυκό