vekto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vekto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vekto | vektoj |
αιτιατική | vekton | vektojn |
vekto (eo)
- η ζυγαριά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vekto | vektoj |
αιτιατική | vekton | vektojn |
vekto (eo)