vazo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vazo | vazoj |
αιτιατική | vazon | vazojn |
vazo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vazo | vazoj |
αιτιατική | vazon | vazojn |
vazo (eo)