vasalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vasalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vasalo | vasaloj |
αιτιατική | vasalon | vasalojn |
vasalo (eo)
- ο υποτελής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vasalo | vasaloj |
αιτιατική | vasalon | vasalojn |
vasalo (eo)