varsoviano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varsoviano | varsovianoj |
αιτιατική | varsovianon | varsovianojn |
varsoviano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varsoviano | varsovianoj |
αιτιατική | varsovianon | varsovianojn |
varsoviano (eo)