varianto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varianto | variantoj |
αιτιατική | varianton | variantojn |
varianto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varianto | variantoj |
αιτιατική | varianton | variantojn |
varianto (eo)