Ετυμολογία

επεξεργασία
vantilatör < (άμεσο δάνειο) γαλλική ventilateur[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɑntilaˈtɶɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: van‐ti‐la‐tör

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vantilatör (tr)

  1. ο ανεμιστήρας
  2. η ψύκτρα
     συνώνυμα: soğutucu, fan, soğutmaç

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. vantilatör - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν