vakso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vakso | vaksoj |
αιτιατική | vakson | vaksojn |
vakso (eo)
- το κερί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vakso | vaksoj |
αιτιατική | vakson | vaksojn |
vakso (eo)