uzino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzino | uzinoj |
αιτιατική | uzinon | uzinojn |
uzino (eo)
- το εργοστάσιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzino | uzinoj |
αιτιατική | uzinon | uzinojn |
uzino (eo)