utility
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
utility | utilities |
utility (en)
- η χρησιμότητα
- κάτι χρήσιμο
- οργανισμός κοινής ωφέλειας
- (πληροφορική) βοηθητικό πρόγραμμα που κάνει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τη διατήρηση σε καλή κατάσταση του λειτουργικού συστήματος ή οποιουδήποτε πολύπλοκου λογισμικού