Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
utility utilities

utility (en)

  1. η χρησιμότητα
  2. κάτι χρήσιμο
  3. οργανισμός κοινής ωφέλειας
  4. (πληροφορική) βοηθητικό πρόγραμμα που κάνει κάτι συγκεκριμένο σχετικά με τη διατήρηση σε καλή κατάσταση του λειτουργικού συστήματος ή οποιουδήποτε πολύπλοκου λογισμικού