urbego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urbego | urbegoj |
αιτιατική | urbegon | urbegojn |
urbego (eo)
- μεγάλη πόλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urbego | urbegoj |
αιτιατική | urbegon | urbegojn |
urbego (eo)