Ετυμολογία

επεξεργασία
up to < → δείτε τις λέξεις up και to

  Έκφραση

επεξεργασία

up to (en) (ιδιωματισμός)

  1. μέχρι, ίσαμε, έως ότου, ως έσχατο όριο αριθμών, επιπέδων κτλ.
    ⮡  The distance is up to ten miles.
    Η απόσταση είναι μέχρι δέκα μίλια.
    ⮡  Up to how much do they have available?
    Μέχρι πόσο διαθέτουν;
    ⮡  He looked up to fifty years old.
    Μέχρι πενηντάρης φαινότανε.
    ⮡  It reached up to the sky.
    Έφτανε ίσαμε τον ουρανό.
  2. μέχρι, ίσαμε, ούτε πιο μακριά ούτε αργότερα από κάτι
    ⮡  They went up to the station.
    Πήγαν μέχρι το σταθμό.
    ⮡  He went up to the edge.
    Προχώρησε ίσαμε την άκρη.
    ⮡  No one has found it up to now and you are going to find it?
    Κανείς δεν το βρήκε ίσαμε (τα) τώρα και θα το βρεις εσύ;
     συνώνυμα: up until
  3. μέχρι, τόσο σπουδαίος ή τόσο καλός όσο κάτι
    ⮡  He only managed to make it up to the level of captain.
    Μέχρι λοχαγός μόνο κατάφερε να γίνει.

Δείτε επίσης

επεξεργασία