ενεστώτας be up to
γ΄ ενικό ενεστώτα is up to
αόριστος was up to
παθητική μετοχή been up to
ενεργητική μετοχή being up to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
be up to < → δείτε τις λέξεις be και up to

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Έκφραση

επεξεργασία

be up to (en)

  1. ανήκει σε, εναπόκειται σε, απόκειται σε, είναι επιλογή τού, είναι απόφαση τού
    ⮡  It is up to the youth to better society.
    Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.
    ⮡  It is up to you to decide what you want to do.
    Σ΄ εσένα ανήκει το να αποφασίσεις τι θα κάνεις.
    ⮡  It is up to the developers to choose the tools and libraries they want to use.
    Εναπόκειται στους προγραμματιστές να επιλέξουν τα εργαλεία και τις βιβλιοθήκες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν.
    ⮡  It is up to you to decide.
    Απόκειται σε σένα ν' αποφασίσεις.
  2. επαρκώ, ικανός για, μπορώ να
    ⮡  He is not up to the task entrusted to him.
    Δεν επαρκεί για τη δουλειά που του ανέθεσαν.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη up to