ενεστώτας unwind
γ΄ ενικό ενεστώτα unwinds
αόριστος unwound
παθητική μετοχή unwound
ενεργητική μετοχή unwinding

unwind (en)

  1. ξετυλίγω
  2. ξεμπλέκω
  3. χαλαρώνω, κουλάρω, αράζω