Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλάρω < αγγλική cool + -άρω

κουλάρω

  1. (νεολογισμός) ηρεμώ, καλμάρω, χαλαρώνω
  2. (καλιαρντά) χέζω

Συγγενικά

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. κουλάρω κούλαρα θα κουλάρω να κουλάρω κουλάροντας
β' ενικ. κουλάρεις κούλαρες θα κουλάρεις να κουλάρεις κούλαρε
γ' ενικ. κουλάρει κούλαρε θα κουλάρει να κουλάρει
α' πληθ. κουλάρουμε κουλάραμε θα κουλάρουμε να κουλάρουμε
β' πληθ. κουλάρετε κουλάρατε θα κουλάρετε να κουλάρετε κουλάρετε
γ' πληθ. κουλάρουν(ε) κούλαραν
κουλάραν(ε)
θα κουλάρουν(ε) να κουλάρουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία