unwanted
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | unwanted |
συγκριτικός | more unwanted |
υπερθετικός | most unwanted |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
unwanted (en)
- ανεπιθύμητος, που δεν θέλω
- ↪ unwanted visits - ανεπιθύμητες επισκέψεις
- ↪ an unwanted meeting - ανεπιθύμητη συνάντηση