unionized
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- unionized: ρηματικός τύπος
Προφορά 1
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈjuːnjənaɪzd/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈjunjənaɪzd/ (ΗΠΑ)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαunionized (en)
Επίθετο
επεξεργασίαunionized (en)
- οργανωμένος σε συνδικαλιστικό σωματείο, συνδικαλισμένος
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΠροφορά 2
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʌnˈaɪənaɪzd/
Επίθετο
επεξεργασίαunionized (en)
- (χημεία) μη ιονισμένος