Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unika < unik + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική unika unikaj
αιτιατική unikan unikajn

unika (eo)

estas unika ŝanco..., υπάρχει μοναδική ευκαιρία...