ενικός         πληθυντικός  
unifamiliale unifamiliales

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

unifamiliale (fr) θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

unifamiliale (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη famille