Ετυμολογία

επεξεργασία
unfaithful < un- + faithful

  Επίθετο

επεξεργασία

unfaithful (en)

  1. άπιστος (χωρίς θρησκευτική πίστη)
  2. άπιστος (μοιχός)
  3. που δεν δείχνει καλή πίστη
  4. άτιμος
  5. (για μετάφραση) μη πιστός

Συγγενικά

επεξεργασία