παραθετικά
θετικός unfairly
συγκριτικός more unfairly
υπερθετικός most unfairly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unfairly < unfair + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unfairly (en)

  • άδικα
    ⮡  I was forced to undertake his defense myself, because he was unfairly accused.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
     συνώνυμα: unjustly