unduloid
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
unduloid | unduloids |
Ετυμολογία επεξεργασία
- unduloid υβριδικό σύνθετο < undulate < λατινική undulātus «κυματιστός, κυματοειδής» < unda «κύμα») + -oid < θεματικό -ο- + αρχαία ελληνική -ειδής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʌndjʊˌlɔɪd/
Ουσιαστικό επεξεργασία
unduloid (en)
- (γεωμετρία) το κυματοειδές
Δείτε επίσης επεξεργασία
- unduloid στην αγγλική Βικιπαίδεια