underweight
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | underweight |
συγκριτικός | more underweight |
υπερθετικός | most underweight |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunderweight (en)
- λιποβαρής
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
- Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
- ↪ Someone underweight isn't necessarily unhealthy.