umbiliko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- umbiliko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | umbiliko | umbilikoj |
αιτιατική | umbilikon | umbilikojn |
umbiliko (eo)
- ο ομφαλός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | umbiliko | umbilikoj |
αιτιατική | umbilikon | umbilikojn |
umbiliko (eo)