turto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- turto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turto | turtoj |
αιτιατική | turton | turtojn |
turto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turto | turtoj |
αιτιατική | turton | turtojn |
turto (eo)