turgescent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | turgescent | turgescents |
θηλυκό | turgescente | turgescentes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- turgescent < λατινική turgescens
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tyʁ.ʒɛ.sɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαturgescent (fr)
- εξογκωμένος, που εξογκώνεται