Ετυμολογία

επεξεργασία
turgescence < λατινική turgescentia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
turgescence turgescences

turgescence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία