tuberkulozo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tuberkulozo < tuberkuloz + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tuberkulozo | tuberkulozoj |
αιτιατική | tuberkulozon | tuberkulozojn |
tuberkulozo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tuberkulozo | tuberkulozoj |
αιτιατική | tuberkulozon | tuberkulozojn |
tuberkulozo (eo)