trunko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trunko | trunkoj |
αιτιατική | trunkon | trunkojn |
trunko (eo)
- ο κορμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trunko | trunkoj |
αιτιατική | trunkon | trunkojn |
trunko (eo)