trumpeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trumpeto | trumpetoj |
αιτιατική | trumpeton | trumpetojn |
trumpeto (eo)
- η τρομπέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trumpeto | trumpetoj |
αιτιατική | trumpeton | trumpetojn |
trumpeto (eo)