trouveur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trouveur < trouver
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trouveur | trouveurs |
θηλυκό | trouveuse | trouveuses |
trouveur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trouveur | trouveurs |
θηλυκό | trouveuse | trouveuses |
trouveur (fr)