trotuaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trotuaro | trotuaroj |
αιτιατική | trotuaron | trotuarojn |
trotuaro (eo)
- το πεζοδρόμιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trotuaro | trotuaroj |
αιτιατική | trotuaron | trotuarojn |
trotuaro (eo)