trotado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trotado | trotadoj |
αιτιατική | trotadon | trotadojn |
trotado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trotado | trotadoj |
αιτιατική | trotadon | trotadojn |
trotado (eo)