tropiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tropiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tropiko | tropikoj |
αιτιατική | tropikon | tropikojn |
tropiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tropiko | tropikoj |
αιτιατική | tropikon | tropikojn |
tropiko (eo)