tronçon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tronçon | tronçons |
tronçon (fr) αρσενικό
- το απόκομμα
- το κομμάτι από κάτι
- on a livré le dernier tronçon de l'autoroute
- παρέδωσαν (στην κυκλοφορία) το τελευταίο κομμάτι του αυτοκινητόδρομου
- on a livré le dernier tronçon de l'autoroute