tronçonnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tronçonnement < tronçonner
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tronçonnement | tronçonnements |
tronçonnement (fr) αρσενικό
- τεμαχισμός του κορμού δέντρου ή μεταλλικής ράβδου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tronçon