Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tronculaire < λατινική tronculus (μικρός κορμός) < truncus

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tronculaire tronculaires

tronculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη tronc