tronculaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tronculaire | tronculaires |
tronculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη tronc
ενικός | πληθυντικός |
tronculaire | tronculaires |
tronculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό